- δηλοφανής
- δηλοφανὴς (-οῡς), -ές (Α)προφανής, ολοφάνερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος + -φανής < εφάνην, αόρ. τού φαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δηλοφανέστερον — δηλοφανής manifest adverbial comp δηλοφανής manifest masc acc comp sg δηλοφανής manifest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)